- ἀσκέρα
- ἀσκέρα, ας, ἡ,A winter shoe with fur lining, Hippon.19, Lyc.855, 1322, Herod.2.32:—[var] Dim. [full] ἀσκερίσκος, ὁ, metapl. pl.
ἀσκερίσκα Hippon. 18
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀσκερίσκα Hippon. 18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασκέρα — ἀσκέρα, η (Α) χειμερινό υπόδημα με τρίχωμα ή γούνα στο εσωτερικό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασκέρα (ιων. ασκέρη) μαρτυρείται στον Ιππώνακτα (ο οποίος χρησιμοποιεί και το υποκορ. ασκερίσκος, α), στον Λυκόφρωνα κ.ά. Λ. άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με την… … Dictionary of Greek
εύμαρις — εὔμαρις, άριδος, ἡ (Α) ασιατικό σάνδαλο, είδος παντόφλας («κροκόβαπτον εὔμαριν ἀείρων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη, άγνωστης προελεύσεως, πράγμα συνηθισμένο για ονομασίες υποδημάτων (πρβλ. αρβύλη, ασκέρα, βλαύτη κ.ά.)] … Dictionary of Greek